μπακ

μπακ
ο
άκλ. (λ. αγγλ.), ο οπισθοφύλακας σε ποδοσφαιρικό αγώνα, ο αμυντικός: Το τέρμα δεν μπήκε χάρη στην επέμβαση του μπακ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μπακ, Περλ — (Pearl Buck, Χίλσμπορο, Βιρτζίνια 1892 – Βερμόντ 1973). Αμερικανίδα συγγραφέας. Από παιδί πήγε στην Κίνα, όπου ο πατέρας της είχε σταλεί ως ιεραπόστολος. Αργότερα επέστρεψε στις ΗΠΑ για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και μετά ξαναγύρισε στην Κίνα …   Dictionary of Greek

  • μπακ — (I) το άκλ. ναυτ. πλωτό μέσο για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από τη μια όχθη ενός ποταμού στην άλλη, πορθμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bac < λατ. baccus «δοχείο όπου τοποθετούνται υγρά»]. (II) το άκλ. (αθλ.) αμυντικὸς παίκτης ποδοσφαιρικής… …   Dictionary of Greek

  • φλας μπακ — το, Ν άκλ. αναδρομή στο παρελθόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flashback] …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Πάσεν, Φρειδερίκος Λουδοβίκος Χάινριχ — (Paschen, Friedrich, 1865 – 1947). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τίμπινγκεν (1901 24) και κατόπιν διευθυντής του Κρατικού Ινστιτούτου Φυσικής και Τεχνολογίας στο Βερολίνο… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσογραφία — Είδος ζωγραφικής που αντλεί θέματα από τη θάλασσα και ονομασία του πίνακα που αναφέρεται σε αυτήν. Αρχικά η θάλασσα αποτελούσε μέρος του τοπίου ενός πίνακα, σύντομα όμως έγινε το αποκλειστικό στοιχείο έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών. Πρώτοι… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφύλακας — ο (Α ὀπισθοφύλαξ, ακος) 1. στρατιώτης τής οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας 2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί νεοελλ. ποδοσφαιριστής τού οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή τού αγώνα …   Dictionary of Greek

  • Βομβάη — (Bombay ή Mumbai).Πόλη (11.914.398 κάτ. το 2001) της Ινδικής Ένωσης (Ινδίας), πρωτεύουσα του ομοσπονδιακού κράτους Μαχαράστρα, χτισμένη σε μια θαυμάσια τοποθεσία στο Σαλσέτ, νησί κοντά στις ακτές του Περσικού κόλπου. Το 1534, ο σουλτάνος του… …   Dictionary of Greek

  • Βορειοδυτικά Εδάφη — (Northwest Territories). Διοικητική περιφέρεια (1.346.106 τ. χλμ., 40.900 κάτ. το 2001) της Ομοσπονδίας του Καναδά, στα ΒΔ της χώρας. Χωρίζεται σε τρία διοικητικά διαμερίσματα (Μακένζι, Κιουέτιν και Φράνκλιν), με πρωτεούσα το Γελοουνάιφ. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”